Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

выйти из - а βγαίνω από το -

  • 1 выйти

    выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα
    * * *
    1) εξέρχομαι, βγαίνω

    вы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο

    все вы́шли? — όλοι βγήκαν

    2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνω

    вы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο

    вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία

    3) ( удаться) πετυχαίνω

    у меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα

    ••

    вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)

    вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα

    Русско-греческий словарь > выйти

  • 2 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 3 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 4 затруднение

    затруднение с η δυσκολία το εμπόδιο (помеха) выйти из \затруднениея βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω
    * * *
    с
    η δυσκολία; το εμπόδιο ( помеха)

    вы́йти из затрудне́ния — βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω

    Русско-греческий словарь > затруднение

  • 5 мода

    мода ж η μόδα· быть в \модае είμαι της μόδας· войти в \модау μπαίνω στη μόδα' выйти из \модаы βγαίνω από τη μόδα· демонстрация мод η επίδειξη μόδας" журнал мод το φιγουρίνι
    * * *
    ж
    η μόδα

    быть в мо́де — είμαι της μόδας

    войти́ в мо́ду — μπαίνω στη μόδα

    вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα

    демонстра́ция мод — η επίδειξη μόδας

    журна́л мод — το φιγουρίνι

    Русско-греческий словарь > мода

  • 6 пелёнка

    θ.
    σπάργανο.
    εκφρ.
    выйти из -ок – βγαίνω από τα σπάργανα, μεγαλώνω, καταλαβαίνω πια•
    от -ок ή с -ок – από τα σπάργανα, από τη βρεφική ηλικία.

    Большой русско-греческий словарь > пелёнка

  • 7 порт

    I.
    1. (специально оборудованное место для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι, ο λιμένας, (воздушный) о αερολιμένας
    территория - а η περιοχή/ζώνη το - ού
    - регистрации - см. - приписки торговый - εμπορικό -
    2. (приморский город со специально оборудованным местом для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι. II.
    мор. (отверстие в борту судна или в фальшборте для прохода людей, для погрузки и разгрузки с нижней палубы) η θυρίδα, το πορτέλο (ξεν.), το άνοιγμα στην πλευρά του σκάφους
    входной - της εισόδου/επιβίβασης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порт

  • 8 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 9 граница

    θ.
    1. όριο, σύνορο• μεθόριος•

    -ы колхоза τα σύνορα του κολχόζ•

    государственная граница κρατικά σύνορα•

    морская граница χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα).

    2. (επιτρεπόμενο) όριο•ακρινό σημείο, όριο•

    всему есть граница σε όλα υπάρχει όριο" не знать -иц δε λογαριάζω περιορισμούς•

    сверх всяких -иц πέρα από κάθε όριο•

    ставить -ы βάζω όρια (περιορίζω)’ выйти из -иц приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    это переходит все -ы αυτό ξεπερνάει όλα τα όρια•

    ехать за -у πηγαίνω στο εξωτερικό•

    он жил за -ей αυτός ζούσε στο εξωτερικό•

    она приехала из-за -ы αυτή ήρθε από το εξωτερικό.

    Большой русско-греческий словарь > граница

  • 10 предел

    α.
    1. όριο, σύνορο, γραμμή•

    обозначить на карте -ы области σημειώνω στο χάρτη τα όρια της περιοχής.

    || μτφ. το άκρο•

    выйти из -ов благопристойности ή приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    перейти -ы дозволенного ξεπερνώ τα όρια του επιτρεπτού•

    в -ах возможного στα όρια του δυνατού•

    доходить (дойти) до -а φτάνω στα άκρα•

    вне -ов έξω από τα όρια•

    за -ами. πέρα από τα όρια.

    2. πλθ. -ы, -ов τα σύνορα•

    расширить -ы государства μεγαλώνω τα όρια του κράτους.

    || παλ. περιοχή.
    3. το ανώτερο όριο, το έπακρο, το άκρον άωτον•

    предел упругости το ανώτατο όριο ελαστιχότητας.

    || τέλος, τέρμα•

    всякому терпению есть -η υπομονή έχει όρια•

    положить предел βάζω τέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > предел

  • 11 граница

    грани́||ца
    ж ί. τά. σύνορα, ἡ μεθόριος:
    государственная \граница τά σύνορα τοῦ κράτους· перейти \границацу περνάω τά σύνορα· за \границацей, за \границацу στό ἐξωτερικό· из-за\границацы ἀπό τό ἐξωτερικό·
    2. перен (предел) τό δριο[ν]:
    выйти из \границац (приличия) βγαίνω ἀπό τά δρια (τής εὐπρέπειας).

    Русско-новогреческий словарь > граница

  • 12 предел

    предел
    м
    1. (рубеж) τό ὅριο[ν]. τό σύνορο[ν]:
    за \пределами чего-л. πέρα ἀπό, §ξω ἀπ' τά ὅρια· в \пределах страны στά ὅρια τής χώρας·
    2. перен τό ὅριον (граница) / τό ἄκρο[ν] (высшая степень):
    \предел скорости тех. τά ὅρια ταχύτητος· \предел упру́гости тех. τό ὅριον τής ἐλαστικότητας· \предел счастья ἡ ἄκρα εὐτυχία· \предел мечтаний τό μεγαλύτερο ὀνειρο· вне \пределов досягаемости πέραν τοῦ ἐφικτοῦ, ἀπρόσιτος· в \пределах возможного στά πλαίσια τοῦ δυνατοῦ· положить \предел θέτω τέρμα· выйти из \пределов приличия βγαίνω ἀπό τα ὅρια, ἐξέρχομαι των ὁρίων доходить до \предела φθάνω στά ἄκρα, φθάνω στό κόκκοιλο, φθάνω στον κόμπο· всему́ есть \предел κάθε πράγμα ἔχει τά ὅριά του.

    Русско-новогреческий словарь > предел

  • 13 колея

    θ.
    1. ροδιά, αμαξοτροχιά• αμαζό-λακκος.
    2. σιδηροτροχιά.
    3. μτφ. ρους, πορεία•

    жизнь вошли в обычную -ю η ζωή μπήκε στον κανονικό της ρυθμό•

    выбить из -и βγάζω από τον κανονικό ρυθμό, πορεία (για ζωή, υπόθεση)•

    выбиться (выйти) из -и εκικλίνω, βγαίνω από τον κανονικό ρυθμό, πορεία.

    Большой русско-греческий словарь > колея

  • 14 печать

    1. (средство массовой информации) о τύπος
    выйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαι
    находиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοση
    поступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)
    2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωση
    глубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία
    3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать

  • 15 рамка

    рам||ка
    ж
    1. τό πλαίσιο[ν]:
    вставлять в \рамкаку βάζω σέ πλαίσιο, βάζω σέ κορνίζα·
    2. \рамкаки мн. (пределы) τά πλαίσια, τά ὅρια:
    выйти за \рамкаки чего-л. βγαίνω ἀπό τά ὅρια.

    Русско-новогреческий словарь > рамка

  • 16 воздух

    α.
    1. αέρας•

    воздух состоит главным образом из кислорода и азота ο αέρας αποτελείται κυρίως από οξυγόνο και άζωτο.

    2. η ατμόσφαιρα.
    εκφρ.
    воздух! – αεροπλάνα! (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)•
    на (открытом) -е – σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο, έξω•
    на вольном -е – α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή•
    дышать (каким) -ом – ο αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδιαφέρο)•
    в -е носится – (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει•
    быть (бывать) в -е – περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)•
    выйти на воздух – βγαίνω έξω στον αέρα•
    питаться -омειρν. τρέφομαι μ’ αέρα.
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) το κάλυμμα του δισκοπότηρου.

    Большой русско-греческий словарь > воздух

  • 17 торный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. (για οδό)• (πε)πατημένος, ίσος, ομαλός.
    2. μτφ. ανοιχτός, πλατύς• προσιτός. || συνηθισμένος, κανονικός• κοινώς παραδεγμένος•

    уклоняться (выйти) с -ой дороги εκτρέπομαι, βγαίνω από τον κανονικό δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > торный

  • 18 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

  • 19 вода

    -ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.
    1. νερό, ύδωρ•

    дождевая вода βρόχινο νερό•

    морская вода θαλασσινό νερό•

    колодезная вода πηγαδίσιο νερό•

    речная ποταμίσιο νερό•

    проточная вода τρεχούμενο νερό•

    стоячая вода στάσιμο νερό•

    родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•

    питьевая вода πόσιμο νερό•

    минеральная вода μεταλλικό νερό•

    пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•

    грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•

    жесткая вода γλι-φό νερό•

    мягкая вода ελαφρό νερό.

    2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•

    государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•

    территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.

    εκφρ.
    желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•
    седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•
    темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•
    холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•
    лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•
    толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•
    - ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•
    тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•
    много ή немало, столькоκ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•
    набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•
    выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•
    как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια).

    Большой русско-греческий словарь > вода

  • 20 выходить

    вы/ ходить 1
    -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхоженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    περιέρχομαι, περιφέρομαι, γυρίζω, επισκέπτομαι πολλά μέρη.
    вы/ ходить 2
    ρ.σ.μ.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. выходить1).
    1. περιποιούμαι ασθενή.
    2. ανατρέφω, μεγαλώνω.
    выходи/ть 3
    -ожу, -одишь, ρ.δ.
    1. βλ. выйти.
    2. βλέπω, κοιτάζω, είμαι εστραμμένος, έχω θέα προς•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς το δεντρόκηπο.

    3. άπρόσ. βγαίνω, συμπεραίνομαι, πηγάζω, απορρέω.
    εκφρ.
    выходить в отставкуπαλ. πηγαίνω σε σύνταξη•
    не -ит из головы ή из ума – δε μου βγαίνει από το κεφάλι, το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνέχεια).

    Большой русско-греческий словарь > выходить

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»